χρονοβόρος

χρονοβόρος
-α, -ο, Ν
αυτός που απαιτεί πολύ χρόνο, αυτός για τον οποίο καταναλίσκεται πολύς χρόνος (α. «χρονοβόρα εργασία» β. «χρονοβόρο έργο»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρόνος + -βόρος (< βορά «τροφή»), πρβλ. σαρκο-βόρος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κυκλοβόρος — κυκλοβόρος, ὁ (Α) ως κύριο όν. ὁ Κυκλοβόρος ονομασία χειμάρρου τής Αττικής. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύκλος + βόρος (< βιβρώσκω «τρώγω»), πρβλ. σαρκο βόρος, χρονοβόρος] …   Dictionary of Greek

  • χρόνος — I Κατά την αρχαία ελληνική μυθολογία, ο X. ήταν θεότητα που προσωποποιούσε την αιωνιότητα. Πρώτος ο Φερεκύδης ανέφερε τον X. ως θεότητα. Οι Ορφικοί παραδέχονταν τον X. ως αρχή του κόσμου. Η θεοποίηση του X. παρατηρείται και στους ποιητές των… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”